- σκληρογόνος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. ιατρ. αυτός που δημιουργεί σκλήρωση («η αλκοολική ηπατίτιδα είναι σκληρογόνα»)2. φρ. «σκληρογόνος μέθοδος»ιατρ. τεχνητή δημιουργία ινώδους ιστού για θεραπευτικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerogen (< σκληρός + -γόνος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.