σκληρογόνος

σκληρογόνος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. ιατρ. αυτός που δημιουργεί σκλήρωση («η αλκοολική ηπατίτιδα είναι σκληρογόνα»)
2. φρ. «σκληρογόνος μέθοδος»
ιατρ. τεχνητή δημιουργία ινώδους ιστού για θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerogen (< σκληρός + -γόνος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”